λέτσος

λέτσος
ο
(λ. ιταλ.)
1. κακοντυμένος, βρόμικος, εξαθλιωμένος: Παρόλο που έχει πολλά λεφτά κυκλοφορεί λέτσος.
2. μτφ., αυτός που δεν έχει αξιοπρέπεια: Είναι ψεύτης και λέτσος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λέτσος — ο 1. άνθρωπος βρόμικος και κακοντυμένος, κουρελής 2. μτφ. α) άνθρωπος χωρίς αξία και σοβαρότητα β) άνθρωπος με άσχημους τρόπους και άσχημη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lezzo «δυσωδία»] …   Dictionary of Greek

  • λέτσικος — η, ο [λέτσος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λέτσο, σε κακοντυμένο, σε κουρελή («λέτσικο ντύσιμο»). επίρρ... λέτσικα με λέτσικο τρόπο, σαν λέτσος …   Dictionary of Greek

  • λετσαρία — η 1. πολλοί κακοντυμένοι και βρόμικοι άνθρωποι, πολλοί λέτσοι μαζί 2. η ιδιότητα τού λέτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέτσος + κατάλ. αρία (πρβλ. κοκετ αρία, σνομπ αρία)] …   Dictionary of Greek

  • λεχρίτης — ο θηλ. ισσα άνθρωπος τιποτένιος, ο αλήτης, ο λέτσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”